χήρος
(ουσ. αρσ.)
χήρος
[ˈçiros]
Αραβαν., Γούρδ.
χήρους
[ˈçirus]
Μισθ.
χηριός
[çiˈrʝos]
Αραβαν.
σ̑ήρο
['ʃiro]
Φάρασ., Φλογ.
σ̑ήρους
['ʃirus]
Σίλ.
Πληθ.
χήροζια
[ˈçirozʝa]
Γούρδ.
Από το αρχ. ουσ. χῆρος.
Χήρος
ό.π.τ.
:
Ήτουν α φορά α σ̑ήρο ναίκα μο τα δύο τα μαχτσούμε τ'ς
(Ήταν μιά φορά μιά χήρα γυναίκα με τα δύο τα παιδιά της)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Η μαμμούκα μου 'πόμεινεν σ̑ήρο
(Η γιαγιά μου έμεινε χήρα)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
β.
Ως επίθ., αυτός που έχει χηρέψει
Αραβαν., Φάρασ.
:
Α σ̑ήρο ναίκα
(Μία χήρα γυναίκα
)
Φάρασ.
-Dawk.
'πόμνε χήροζ ναίκα
(Έμεινε χήρα γυναίκα
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το σ̑ήρο η ναίκα ήφαριν μπρό τουν μπαζλαμάδα, σ’ εν τάσι γιαούρτι τζαι σ’ ε’ χωμάτινο τσανάχι μέλι να φαν οι εργάτοι
(Η χήρα γυναίκα έφερε μπροστά τους ξεροτήγανα, σε μιά γαβάθα γιαούρτι και σε ένα πήλινο κανάτι μέλι να φάνε οι εργάτες
)
Φάρασ.
-Παπαδ.