χιγιανετλίκ
(ουσ. ουδ.)
χ̇ιγιανετλίκ
[xɯʝatˈlik]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. hıyanetlik = προδοσία.
Δολιότητα, επιβουλή
Αξ.