χηρεύω
(ρ.)
χηρεύω
[çiˈrevo]
Γούρδ.
χηρεύου
[çiˈrevu]
Μισθ.
σ̑ηρεύω
[ʃiˈrevo]
Σινασσ., Φλογ.
χηριεύω
[çiˈrʝevo]
Αραβαν.
σ̑ηριάζου
[ʃiˈrʝazu]
Σίλ.
Αόρ.
χήρεψα
[ˈçirepsa]
Γούρδ.
σ̑ήρεψα
[ˈʃirepsa]
Σινασσ.
Από το αρχ. ρ. χηρεύω. Ο τύπ. σ̑ηριάζου με παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Χηρεύω, μένω χήρα
ό.π.τ.
:
Να σ̑ηριάσεις
(Να μείνεις χήρα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μικρή μικρή σ̑ήρεψε
(Έμεινε χήρα σε πολύ νεαρή ηλικία)
Σινασσ.
-Λεύκωμα