χεσάπι
(ουσ. ουδ.)
χεσάπι
[çe'sapi]
Αραβαν., Φάρασ., Φλογ.
χ̇εσάπι
[xe'sapi]
Σίλ., Φάρασ.
χεσάπ
[çe'sap]
Μισθ.
εσάπι
[e'sapi]
Φάρασ.
χισάbι
[çi'sabi]
Ουλαγ., Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. hesap = λογαριασμός, όπου και διαλεκτ. τύπ. hisab.
1. Αριθμητικός υπολογισμός, μέτρημα
ό.π.τ.
:
Σ̑άνου χεσάπ
(Κάνω λογαριασμό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το χεσάπι μ' ποίκα το γιανγνλι̂́σ̑α
(Τον λογαριασμό μου τον έκανα εσφαλμένα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Γελάτι να ριουμ' ένα χισάbι
(Ελάτε να κάνουμε έναν υπολογισμό)
Σίλ.
-Dawk.
|| Φρ.
Ντο χεσάbι μ' ντεν έρεται
(O λογαριασμός μου δεν έρχεται˙ Δεν με συμφέρει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Σο εσάπι τζ̑ό 'ρτσ̑ιτι
(Στον λογαριασμό δεν έρχεται˙ Δεν με συμφέρει)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Συνών.
σαϊγούς :2
2. Αναμέτρηση
Φάρασ.