ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χεσάπι (ουσ. ουδ.) χεσάπι [çe'sapi] Αραβαν., Φάρασ., Φλογ. χ̇εσάπι [xe'sapi] Σίλ., Φάρασ. χεσάπ [çe'sap] Μισθ. εσάπι [e'sapi] Φάρασ. χισάbι [çi'sabi] Ουλαγ., Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. hesap = λογαριασμός, όπου και διαλεκτ. τύπ. hisab.
1. Αριθμητικός υπολογισμός, μέτρημα ό.π.τ. : Σ̑άνου χεσάπ (Κάνω λογαριασμό) Μισθ. -Κοτσαν. Το χεσάπι μ' ποίκα το γιανγνλι̂́σ̑α (Τον λογαριασμό μου τον έκανα εσφαλμένα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Γελάτι να ριουμ' ένα χισάbι (Ελάτε να κάνουμε έναν υπολογισμό) Σίλ. -Dawk. || Φρ. Ντο χεσάbι μ' ντεν έρεται (O λογαριασμός μου δεν έρχεται˙ Δεν με συμφέρει) Ουλαγ. -Κεσ. Σο εσάπι τζ̑ό 'ρτσ̑ιτι (Στον λογαριασμό δεν έρχεται˙ Δεν με συμφέρει) Αφσάρ. -Αναστασ. Συνών. σαϊγούς :2
2. Αναμέτρηση Φάρασ.