ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χεσαπλαντίζω (ρ.) χ̇εσαπ͑λατίζω [xesapʰlaˈtizo] Φάρασ. ’εσαπ͑λατίζω [esapʰlaˈtizo] Φάρασ. χεσαπλατώ [çesaplaˈto] Φλογ. Αόρ. χεσαπλάτ'σα [çesaˈplatsa] Φλογ. Aπό το τουρκ. ρ. hesaplamak = α) υπολογίζω, εκτιμώ β) λαμβάνω υπόψιν γ) σχεδιάζω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Σκέφτομαι, υπολογίζω : Το λόγο το είπες χεσαπλάτ’σες καλά; (Τον λόγο που είπες τον σκέφτηκες καλά;) Φλογ., ό.π.τ. -ΚΜΣ-ΚΠ189α Χεσαπλάτα καλά τα λεφτά σου κι ετότες να πορ’πατήσεις σ’ όργο σ’ (Υπολόγισε καλά τα λεφτά σου και τότε θα προχωρήσεις στην δουλειά σου) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ189α Συνών. ανανοούμαι, γαραλαΐζω :1, λέγω, μετρώ, μπελεντίζω, ντυσυντίζω, ψηφώ :2