χεσαπλαντίζω
(ρ.)
χ̇εσαπ͑λατίζω
[xesapʰlaˈtizo]
Φάρασ.
’εσαπ͑λατίζω
[esapʰlaˈtizo]
Φάρασ.
χεσαπλατώ
[çesaplaˈto]
Φλογ.
Αόρ.
χεσαπλάτ'σα
[çesaˈplatsa]
Φλογ.
Aπό το τουρκ. ρ. hesaplamak = α) υπολογίζω, εκτιμώ β) λαμβάνω υπόψιν γ) σχεδιάζω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Σκέφτομαι, υπολογίζω
:
Το λόγο το είπες χεσαπλάτ’σες καλά;
(Τον λόγο που είπες τον σκέφτηκες καλά;)
Φλογ., ό.π.τ.
-ΚΜΣ-ΚΠ189α
Χεσαπλάτα καλά τα λεφτά σου κι ετότες να πορ’πατήσεις σ’ όργο σ’
(Υπολόγισε καλά τα λεφτά σου και τότε θα προχωρήσεις στην δουλειά σου)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ189α
Συνών.
ανανοούμαι, γαραλαΐζω :1, λέγω, μετρώ, μπελεντίζω, ντυσυντίζω, ψηφώ :2