χερόκκο
(ουσ. ουδ.)
σ̑ερόκκου
[ʃeˈroku]
Φάρασ.
Από το ουσ. χέρι όπου και τύπ. σ̑έρι και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Το χεράκι
Φάρασ.