χερσλάν
(ουσ. ουδ.)
χερσλάν
[çers'lan]
Τελμ.
Ρηματικός τύπος του ρ. hırslanmak = α) παθιάζομαι β) θυμώνω.
Δύναμη, βίαιη άσκηση δύναμης
Τελμ.
:
Πήρεν ένα κ͑αϊγιά και, άνdο δέκεν σο σπίτσ̑' χερσλάν, του σπιτσ̑ιού το ήμ'σο κ͑ι̂ρι̂́λσεν
(Πήρε έναν βράχο και, όταν τον έρριξε με δύναμη στο σπίτι, το μισό του σπιτιού καταστράφηκε)
Τελμ.
-Dawk.