χεσιώνα
(ουσ. θηλ.)
χεσ̑ώνα
[çeˈʃona]
Μισθ.
σ̑εσκιώνα
[ʃeˈscona]
Σίλατ.
χιοσ̑ούνα
[çοˈʃuna]
Μισθ.
σ̑ϋσ̑ΰνε
[ʃyˈʃyne]
Μισθ.
σ̑ισ̑ώνα
[ʃiˈʃona]
Τροχ.
σ̑oσ̑ώνα
[ʃoˈʃona]
Τροχ.
Από το ρ. χέζω, όπου και τύπ. σ̑ένω, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Αποχωρητήριο, τουαλέτα
ό.π.τ.
:
Είχιν ένα παλιό χεσ̑ώνα
(Είχε ένα παλιό αποχωρητήριο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Να πάου ’ς χεσ̑ώνα για τσ̑ακόνdημα
(Θα πάω στο αποχωρητήριο για κατούρημα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'ς χεσώνα μέσα, γιαΐ τουνdουρντίζ';
(Γιατί καπνίζεις μέσα στην τουαλέτα;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αναγκαίο, πόρεψη, χαλές