ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χεσιώνα (ουσ. θηλ.) χεσ̑ώνα [çeˈʃona] Μισθ. σ̑εσκιώνα [ʃeˈscona] Σίλατ. χιοσ̑ούνα [çοˈʃuna] Μισθ. σ̑ϋσ̑ΰνε [ʃyˈʃyne] Μισθ. σ̑ισ̑ώνα [ʃiˈʃona] Τροχ. σ̑oσ̑ώνα [ʃoˈʃona] Τροχ. Από το ρ. χέζω, όπου και τύπ. σ̑ένω, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Αποχωρητήριο, τουαλέτα ό.π.τ. : Είχιν ένα παλιό χεσ̑ώνα (Είχε ένα παλιό αποχωρητήριο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Να πάου ’ς χεσ̑ώνα για τσ̑ακόνdημα (Θα πάω στο αποχωρητήριο για κατούρημα) Μισθ. -Κοτσαν. 'ς χεσώνα μέσα, γιαΐ τουνdουρντίζ'; (Γιατί καπνίζεις μέσα στην τουαλέτα;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αναγκαίο, πόρεψη, χαλές