αναγκαίο
(ουσ. ουδ.)
ανανgαίο
[anaŋˈɟeo]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. ἀναγκαῖον = αποχωρητήριο, το οπ. με ουσιαστικοπ. του ουδ. του αρχ. επίθ. ἀναγκαῖος, πβ. Ἀσσίζ. 225.76 «οὐδὲν ἠμπόρησεν νὰ πάγῃ εἰς τὸ ἀναγκῇον».