ανάβι
(ουσ. ουδ.)
ανάβ'
[aˈnav]
Αξ., Φλογ.
Πληθ.
ανάβια
[aˈnavʝa]
Μαλακ., Σίλατ.
Από το στερητ. πρόθμ. α- και το θ. αναβ- του ρ. αναβαίνω (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀνανήβιν).