ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανάβι (ουσ. ουδ.) ανάβ' [aˈnav] Αξ., Φλογ. Πληθ. ανάβια [aˈnavʝa] Μαλακ., Σίλατ. Από το στερητ. πρόθμ. α- και το θ. αναβ- του ρ. αναβαίνω (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀνανήβιν).
Το ανάβατο ψωμί, άζυμος άρτος που δεν φουσκώνει ό.π.τ. Συνών. λειψός :5, παγάρτσικο
Τροποποιήθηκε: 30/05/2025