ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αναβάζω (ρ.) αναβάζω [anaˈvazo] Γούρδ., Μαλακ. αναβάζου [anaˈvazu] Μισθ. ανεβάζου [aneˈvazu] Μισθ. Παρατατ. αναβάιξα [anaˈvaiksa] Μισθ. Αόρ. ανάβασα [aˈnavasa] Μισθ. ανέβασα [aˈnevasa] Αραβαν., Μαλακ., Σίλατ. Από το μεσν. ρ. ἀναβάζω, το οπ. από το αρχ. ἀναβιβάζω με απλολ. Ο τύπ. ἀνεβάζω ήδη μεσν.
Ανεβάζω ό.π.τ. : Ανάβασα ντου παιί μ' σου τσαλούι απάν' να σωρόψ' βορκότσ̑α (Ανέβασα το παιδί μου πάνω στο δέντρο να μαζέψει βερίκοκα) Μισθ. -Κοτσαν. Αναβάζ' λίου πίεση, λίου ζάχαρο (Ανεβάζει λίγο πίεση, λίγο ζάχαρο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. «Σήκουσαν μας», λέ', «επιτσού πάλ’», λέ', «Aνέβασαν μας σου παμbούρ'» («Μας σήκωσαν», λέει, «αποκεί πάλι», λέει, «Mας ανέβασαν στο βαπόρι») Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Αναβάιξαμ' ντου αραbά σα τ͑εμέλια απάν' (Ανεβάζαμε την άμαξα απάνω στα θεμέλια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Ασ' Χεού το χαζνέ ας γκρέψουμε· Χεός χεμ ανεβάσ̑’, χεμ κατεβάσ̑' (Από του Θεού το ταμείο να ζητήσουμε· ο Θεός και ανεβάζει και κατεβάζει˙ πρέπει να ελπίζουμε στην βοήθεια του Θεού) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. βγάλλω :6, Αντίθ κατεβάζω :1