αναβάζω
(ρ.)
αναβάζω
[anaˈvazo]
Γούρδ., Μαλακ.
αναβάζου
[anaˈvazu]
Μισθ.
ανεβάζου
[aneˈvazu]
Μισθ.
Παρατατ.
αναβάιξα
[anaˈvaiksa]
Μισθ.
Αόρ.
ανάβασα
[aˈnavasa]
Μισθ.
ανέβασα
[aˈnevasa]
Αραβαν., Μαλακ., Σίλατ.
Από το μεσν. ρ. ἀναβάζω, το οπ. από το αρχ. ἀναβιβάζω με απλολ. Ο τύπ. ἀνεβάζω ήδη μεσν.
Ανεβάζω
ό.π.τ.
:
Ανάβασα ντου παιί μ' σου τσαλούι απάν' να σωρόψ' βορκότσ̑α
(Ανέβασα το παιδί μου πάνω στο δέντρο να μαζέψει βερίκοκα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αναβάζ' λίου πίεση, λίου ζάχαρο
(Ανεβάζει λίγο πίεση, λίγο ζάχαρο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
«Σήκουσαν μας», λέ', «επιτσού πάλ’», λέ', «Aνέβασαν μας σου παμbούρ'»
(«Μας σήκωσαν», λέει, «αποκεί πάλι», λέει, «Mας ανέβασαν στο βαπόρι»)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Αναβάιξαμ' ντου αραbά σα τ͑εμέλια απάν'
(Ανεβάζαμε την άμαξα απάνω στα θεμέλια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Ασ' Χεού το χαζνέ ας γκρέψουμε· Χεός χεμ ανεβάσ̑’, χεμ κατεβάσ̑'
(Από του Θεού το ταμείο να ζητήσουμε· ο Θεός και ανεβάζει και κατεβάζει˙ πρέπει να ελπίζουμε στην βοήθεια του Θεού)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
βγάλλω :6, Αντίθ
κατεβάζω :1