αμπλαπούτ
(ουσ. αρσ.)
αμπλαπούτ
[ablaˈput]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. abullabut = α) αδέξιος β) αγροίκος.
Μαλάκας
Τροποποιήθηκε: 31/07/2025