ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αμπλά (I) (ουσ. θηλ.) αbλά [abˈla] Μαλακ., Ουλαγ. απλά [apˈla] Φάρασ., Φλογ. άπλα [ˈapla] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. abla = α) μεγαλύτερη αδελφή β) τιμητική προσφώνηση προς μεγαλύτερη γυναίκα γ) προϊσταμένη υπηρετών.
1. Κυρία, αφέντρα Μαλακ., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ. : Τ’ άλλο τ' ντο μέρα αbλά τ' ντο ντο̈σ̑έγι τ' έσεκέν ντο ντο πεdζ̑έ απ'κάτω, να ρίψ̑' ένα χτέρ' νο σκοτώσ̑' τον (Την άλλη μέρα, η κυρία του έβαλε το στρώμα του κάτω από τον φεγγίτη, για να ρίξει μιά πέτρα να τον σκοτώσει) Ουλαγ. -Dawk. Άμε, πε ντα την απλά σου, αdά ντο γεμέκι ’ς τα χαζιρλαντήσει (Πήγαινε πες στην κυρά σου να ετοιμάσει τώρα το φαγητό) Φάρασ. -Dawk. Πήγεν ουϊτούρσεν σο απλά τ' ψέματα (Πήγε και είπε συκοφαντίες στην κυρία του) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. κουρούκα, κυρά, κυράτσα, χατούνα
2. Τιμητική προσφώνηση για γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας Σινασσ. Πβ. άμια, ιζά