αμπλά (I)
(ουσ. θηλ.)
αbλά
[abˈla]
Μαλακ., Ουλαγ.
απλά
[apˈla]
Φάρασ., Φλογ.
άπλα
[ˈapla]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. abla = α) μεγαλύτερη αδελφή β) τιμητική προσφώνηση προς μεγαλύτερη γυναίκα γ) προϊσταμένη υπηρετών.
1. Κυρία, αφέντρα
Μαλακ., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ.
:
Τ’ άλλο τ' ντο μέρα αbλά τ' ντο ντο̈σ̑έγι τ' έσεκέν ντο ντο πεdζ̑έ απ'κάτω, να ρίψ̑' ένα χτέρ' νο σκοτώσ̑' τον
(Την άλλη μέρα, η κυρία του έβαλε το στρώμα του κάτω από τον φεγγίτη, για να ρίξει μιά πέτρα να τον σκοτώσει)
Ουλαγ.
-Dawk.
Άμε, πε ντα την απλά σου, αdά ντο γεμέκι ’ς τα χαζιρλαντήσει
(Πήγαινε πες στην κυρά σου να ετοιμάσει τώρα το φαγητό)
Φάρασ.
-Dawk.
Πήγεν ουϊτούρσεν σο απλά τ' ψέματα
(Πήγε και είπε συκοφαντίες στην κυρία του)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
κουρούκα, κυρά, κυράτσα, χατούνα