άμωμος
(επίθ.)
Θηλ.
άμωμη
[ˈamomi]
Σινασσ.
Ουδ.
άμωμο
[ˈamomo]
Ανακ.
Θηλ. Πληθ.
άμωμες
[ˈamomes]
Σινασσ.
άμαμες
[ˈamames ]
Φλογ.
Ουδ. Πληθ.
άμωμα
[ˈamoma]
Μαλακ.
άμαμα
[ˈamama]
Δίλ., Μισθ., Φλογ.
Από το αρχ. επίθ. ἄμωμος. Η σημ. ‘μνημόσυνο’ από την φρ. «ἄμωμοι ἐν ὁδῷ, ἀλληλούια», που ψάλλεται κατά την νεκρώσιμη ακολουθία και τα μνημόσυνα (ΙΛΝΕ, λ. ἄμωμος).
2. Στον πληθ., κόλλυβα μέσα σε χάλκινο δίσκο που προσφέρονται κατά τα σαράντα
Ανακ., Σινασσ., Φλογ.
:
Να δώκομ’ έν’ άμωμο σην εκκλησία, σ̑ήμερα άλλο να φύουν τα ποθαμένα σο μέρο τουνε
(Να δώσουμε σήμερα (ενν. να διαβάσει ο παπάς) έναν δίσκο κόλλυβα σήμερα να φύγουν οι πεθαμένοι στον τόπο τους)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πβ.
κόλλυβο, τριήμερο
3. Ως ουσ., μνημόσυνο
Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
:
Άμαμα είναι το μομόσυο
(Άμωμα είναι το μνημόσυνο)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
μνημόσυνο, μόνεψη, σαραντούρι