αναβαλάδι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
αναβαλάδια
[anavaˈlaðʝa]
Φλογ.
Πιθ. από το ουσ. αναβολή (σημ. 2) και το παραγωγ. επίθμ. -άδι.
Δώρα στην λεχώνα
Συνών.
λοχοζώμι :1