ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αναβόλισμα (ουσ.) αναβόλισμα [anaˈvolizma] Αξ., Μισθ. αναβόλ̑ημα [anaˈvoʎima] Μισθ., Σίλ. 'νεβόλεμα [neˈvolema] Φάρασ. νε'όλημα [neˈolima] Τσουχούρ. Πληθ. 'νεβολίσματα [nevoˈlizmata] Φλογ. Από το ρ. αναβολίζομαι και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Εμετός ό.π.τ. : To 'νεβόλεμά του ήτουν χρουσά παράδε (Ο εμετός του ήταν χρυσά νομίσματα (παραμύθι)) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ερ να έχουμι σιτμάς, γιά πονεί ο γαφά μας, τσερετός, νε’όλημα, ατσ̑ιντότι πααίνουμι σο χασταχανέ (Αν έχουμε συνάχι ή πονά το κεφάλι μας, ξερατό, αναγούλα, τότε πηγαίνουμε στο νοσοκομείο) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. αναβολή :3, ανεξέρασμα, ανεξερατιό