ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αναγνώστης (ουσ. αρσ.) αναγνώστης [anaˈɣnostis] Αραβαν., Γούρδ. αναγνώστσ̑ης [anaˈɣnostʃis] Αραβαν. Από το μεταγν. ουσ. ἀναγνώστης = αυτός που διαβάζει. Η λ. από την εκκλ. γλώσσα.
Ως εκκλησιαστ. όρος, βοηθός του ιερέα και του ψάλτη που διαβάζει στην εκκλησία τον Απόστολο και περικοπές της Aγ. Γραφής ό.π.τ. Πβ. απόστολος