αναθεματίζω
(ρ.)
αναθεματίζω
[anaθemaˈtizo]
Φλογ.
αναρεματσίζω
[araremaˈtsizo]
Αραβαν.
αραρεματσίζω
[araremaˈtsizo]
Αξ.
αραρεματσ̑ίζω
[araremaˈtʃizo]
Αραβαν.
Από το μεταγν. ἀναθεματίζω. Για την τροπή [θ > r] βλ. Φωστέρης και Κεσίσογλου (1960: 4-5). Για τον τύπ. αραρεματσ̑ίζω βλ. ἀνάθεμα, όπου και τύπ. αράρεμα.
Αναθεματίζω
ό.π.τ.
:
Κόσμος qι̂νάτσεν τα, έφ'τσεν κι αναθεμάτσεν
(O κόσμος τους κατέκρινε, τους έφτυσε και τους αναθεμάτισε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361