ανακατωτούρης
(ουσ. αρσ.)
ανακατωτούρης
[anakatoˈturis]
Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. ἀνακατωτής (Γερμ., Πόρτ.) και το παραγωγ. επίθμ. -ούρης. Η λ. και Βιθυν., Θράκ., Ιων.
Ταραξίας, ραδιούργος