ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανάμεσα (επίρρ.) ανάμεσα [aˈnamesa] Τελμ., Φάρασ. ανάμ'σα [aˈnamsa] Σίλ. ανάπ'σα [aˈnapsa] Σίλ. 'νάμεσα [ˈnamesa] Φάρασ. 'νεμέσα [neˈmesa] Αξ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ. Από το μεσν. επίρρ. ἀνάμεσα, το οπ. από την αρχ. φρ. ἀνά μέσον με επίδρ. του μεσν. επιρρ. μέσα.
1. Ανάμεσα, μεταξύ, εν μέσω, τοπικώς ό.π.τ. : Τα σπίτια ήτουνε 'ς τα βουνά ανάμεσα (Τα σπίτια ήταν ανάμεσα στα βουνά) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Σα ρυό σπίτσ̑α ανάμ'σα (Ανάμεσα σε δυο σπίτια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ήρταν 'ς τα χωράφε 'πό 'νάμεσα (Ήρθαν μέσα από τα χωράφια) Φάρασ. -Αναστασ. Κι εγώ να κρέψω ένα τσ̑εσ̑μέ να τρέγ̑' κρασ̑ί 'ς τα τρία στράτες 'νεμέσα (Κι εγώ θα ζητήσω μιά βρύση για να τρέχει κρασί στο τρίστρατο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Ντυo ορφανά 'πόμναμ' 'ς τα τρία στράτες 'νεμέσα (Δυο ορφανά ξεμείναμε στις τρεις στράτες ανάμεσα˙ δυο ορφανά μείναμε στους πέντε δρόμους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'πόμεινα σα δύο 'νάμεσα (Έμεινα ανάμεσα στα δύο˙ βρέθηκα σε δίλημμα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. 'πόμεινα σο 'κονόμι τσ̑αι σο τσ̑ακούτσ̑ι 'νάμεσα (Είμαι ανάμεσα στο αμόνι και το σφυρί˙ είμαι μεταξύ σφύρας και άκμονος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Σα δυό κοιλάδια ανάμεσα Αρμένος γάμος ένι (Ανάμεσα σε δυο κοιλάδες γίνεται αρμένικος γάμος) Τελμ. -Lag.
2. Εμπεριεχόμενος σε ένα σύνολο : Πι͜έσαν τζ̑αι τον Πατρίκη τζ̑αι τα 'πεμεινά τα ’δρά μας· τζ̑αι 'νάμεσά τουν 'ὐρεψαν να πι͜έσουν τζ̑αι μένα (Συνέλαβαν τον Πατριάρχη και τους άλλους επιφανείς μας· κι ανάμεσά τους θέλησαν να συλλάβουν και μένα) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Φρ. Πότ' να σμιχτείς 'ς χώρα ανάμεσα; (Πότε θα ανακατωθείς στον ξένο κόσμο ανάμεσα;˙ πότε θα γίνεις άνθρωπος; ή πότε θα γίνεις πιο κοινωνικός, εξωστρεφής;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Σα ξερά 'νάμεσα τσαίνται τσαι τα χουωρά (Μέσα στα ξερά καίγονται και τα χλωρά˙ για περιπτώσεις όπου μαζί με τους ενόχους τιμωρούνται ή αποκτούν κακή φήμη και οι αθώοι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
3. Μέσα, εντός, τοπικώς Σινασσ., Τελμ. : Το άγιο-μνήμα τρύπα ήταν σκαλιστική σο βράχο 'νεμέσα (Το άγιο βήμα ήταν μιά κόγχη σκαλισμένη μέσα στον βράχο) Τελμ. Ασ' σο γιουνgά το πέτασεν το παραφτερό τσ̑ης, εγένεν σο σανdούχ' 'νεμέσα ένα Ντουνιά γκϋζελί (Από το πελεκούδι που είχε πέσει στη φούστα της, έγινε μέσα στο σεντούκι μιά Πεντάμορφη) Τελμ. -Dawk. || Φρ. 'ς τα μακριά 'νεμέσα (Ανάμεσα στα μακριά˙ από μακριά) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Η μάνα της την άκουσε στον ύπνο της 'νεμέσα (Η μάνα την άκουσε μέσα στον ύπνο της) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. απεσινός, απέσω, μέσα
β. Μέσα, χρονικώς : || Ασμ. Πέρασαν χρόνια δώδεκα, στους δεκατρείς 'νεμέσα
η μάνα τ' αναστέναξε 'ς τα μαύρα βουτημένη
((Πέρασαν χρόνοι δώδεκα και μες στον δέκατο τρίτο η μάνα του αναστέναξε ντυμένη μες στα μαύρα)) Σινασσ. -Αρχέλ.