αναντάν
(επίρρ.)
αναντάν
[anaˈdan]
Μαλακ., Ουλαγ., Φάρασ.
ανατάν
[anaˈtan]
Φάρασ.
Από τον τουρκ. πτωτικό τύπ. anadan = από την μητέρα.
Από την πλευρά της μητέρας
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Αναdάν μπαbαdάν
(Από την μητέρα, από τον πατέρα˙ πάππου προς πάππου, από παλιά)
Φάρασ., Μαλακ.
Αναdάν ουριά
(Από την μάνα γυμνός, τουρκ. ury = γυμνότητα˙ ολόγυμνος, όπως τον γέννησε η μάνα του)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Ανατάμ' 'υμνό
(Γυμνός από την μάνα του˙ γυμνός όπως τον γέννησε η μάνα του, ολόγυμνος)
-Αναστασ.
Αναdάν ντογμά
(Όπως τον γέννησε η μάνα του < τουρκ. anadan doğma˙ ολόγυμνος)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.