ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αναριεύω (ρ.) αναριεύω [anaˈrʝevo] Αραβαν. αναρεύω [anaˈrevo] Φάρασ. Από το μεσν. επίρρ. ἀνάρια = σε αραιά διαστήματα και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Αραιώνω, γίνομαι σε αραιά διαστήματα ό.π.τ. : || Φρ. 'γώ πααίνω, τα σκόρντα σας ν’ αναρευτοὐν, να πι-έσουν τσ̑ουφάλε (Εγώ φεύγω, να αραιώσουν τα σκόρδα σας να κάνουν μεγάλα κεφάλια˙ τα σκόρδα αναπτύσσουν μεγάλα κεφάλια όταν φυτεύονται αραιά· λέγεται ειρων. από κάποιον αποδιωγμένο από τον περίγυρό του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.