ανασονιάζω
(ρ.)
ανασονιάζω
[anasoˈɲazo]
Σινασσ.
Από το ουσ. ανασόνι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Αρτύω με ανασόνι, γλυκάνισο
Πβ.
ανασόνι