ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανατολή (ουσ. θηλ.) ανατολή [anatoˈli] Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. Αρχ. ουσ. ἀνατολή.
1. Η εμφάνιση του ήλιου στον ορίζοντα, η ανατολή του ήλιου Αραβαν. Συνών. αυγή, φώτισμα :1
β. Αυγή Αραβαν., Μισθ. : Χάραξεν ανατολή Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Η ανατολή, ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, από όπου ανατέλλει ο ήλιος Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. : Γιούλης ξεβαίνει απ’ τσ̑ην ανατολή (Ο ήλιος βγαίνει από την ανατολή) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κλώισ̑κεν πάλε 'ς ανατολή (Γύριζε πάλι προς την ανατολή) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Έκλωσα πάνω 'ν Ανατολή, και ήρτα κάτω ση Δύση,
ηύρα κόρη, παγέντισα, παπά κόρην επήρα
(Τριγύρισα πάνω στην Ανατολή, και ήρθα κάτω στη Δύση,
βρήκα κόρη, μου άρεσε, κόρη παπά παντρεύτηκα)
Σινασσ. -Lag.
3. Ο ανατολικός άνεμος Μισθ. : || Φρ. Α’ λαλήσει ανατολή, ας χαιραστούν ότις έχει μελίσσια (Αν φυσήξει ανατολικός άνεμος, ας χαίρονται όσοι έχουν μελίσσια˙ ο ανατολικός άνεμος είναι ευνοϊκός για την μελισσοκομία) Μισθ. -Κωστ.Μ.