φώτισμα
(ουσ. θηλ.)
φώτισμα
[ˈfotizma]
Ανακ., Καρατζάβ., Μισθ., Σινασσ.
φώτσισμα
[ˈfotsizma]
Γούρδ.
φώτσ̑ισμα
[ˈfotʃizma]
Αραβαν.
φώτημα
[ˈfotima]
Μισθ.
φώτεμα
[ˈfotema]
Φάρασ.
Εν. Γεν.
φωτισμάτου
[fotiˈzmatu]
Ανακ.
φωτισμάτ’
[fotiˈzmat]
Καρατζάβ., Φλογ.
φωτημάτ’
[fotiˈmat]
Μισθ.
Πληθ.
φωτίσματα
[foˈtizmata]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. φώτισμα =φάση της σελήνης. Για τους τύπ. φώτημα και φώτεμα πβ. γ΄ εν. τύπ. φωτά ως μεταπλ. προϊόν κατά τα ρ. σε -άω.
β.
Και ως επίρρ., κατά την ανατολή του ηλίου
Μισθ.
:
Ντου φώτημα μπασλάϊζαμ’ χωραφιού ντ’ όργου
(Την ανατολή ξεκινούσαμε την δουλειά στα χωράφια
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
β.
Ειδικότ., στον πληθ. η τελετή του βαφτίσματος και η οικογενειακή γιορτή που ακολουθεί
Σινασσ.