ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φώτισμα (ουσ. θηλ.) φώτισμα [ˈfotizma] Ανακ., Καρατζάβ., Μισθ., Σινασσ. φώτσισμα [ˈfotsizma] Γούρδ. φώτσ̑ισμα [ˈfotʃizma] Αραβαν. φώτημα [ˈfotima] Μισθ. φώτεμα [ˈfotema] Φάρασ. Εν. Γεν. φωτισμάτου [fotiˈzmatu] Ανακ. φωτισμάτ’ [fotiˈzmat] Καρατζάβ., Φλογ. φωτημάτ’ [fotiˈmat] Μισθ. Πληθ. φωτίσματα [foˈtizmata] Σινασσ. Από το μεταγν. ουσ. φώτισμα =φάση της σελήνης. Για τους τύπ. φώτημα και φώτεμα πβ. γ΄ εν. τύπ. φωτά ως μεταπλ. προϊόν κατά τα ρ. σε -άω.
1. Αυγή, ανατολή του ηλίου Καρατζάβ., Μισθ., Φλογ. : || Φρ. Φωτισμάτ’ τ’ άστρο (Το άστρο της αυγής˙ Ο Αυγερινός) Φλογ., Καρατζάβ. -ΙΛΝΕ 812 Φωτημάτ' τ’ άστρου (Το άστρο της αυγής˙ Ο Αυγερινός) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. ανατολή, αυγή
β. Και ως επίρρ., κατά την ανατολή του ηλίου Μισθ. : Ντου φώτημα μπασλάϊζαμ’ χωραφιού ντ’ όργου (Την ανατολή ξεκινούσαμε την δουλειά στα χωράφια ) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Η θεία φώτιση την ημέρα των Θεοφανείων Αραβαν. Πβ. φως
3. Βάφτιση Ανακ., Φάρασ. Συνών. βάφτιση
β. Ειδικότ., στον πληθ. η τελετή του βαφτίσματος και η οικογενειακή γιορτή που ακολουθεί Σινασσ.