ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φωσλαντίζω (ρ.) φωσλαντίζω [foslanˈdizo] Φλογ. Aπό το ουσ. φως και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Φωτίζω, φέγγω : Φως ήτον ακόμη, φωσλάνdιζεν (Είχε ακόμα φως, έφεγγε, ήταν μέρα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812