φωσλαντίζω
(ρ.)
φωσλαντίζω
[foslanˈdizo]
Φλογ.
Aπό το ουσ. φως και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Φωτίζω, φέγγω
:
Φως ήτον ακόμη, φωσλάνdιζεν
(Είχε ακόμα φως, έφεγγε, ήταν μέρα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812