ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φωτιά (ουσ. αρσ.) φωτιά [foˈtça] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ. Από το πρώιμ. μεσαιων. φωτία =λάμψη. Ο τύπ. φωτιά μεσν.
Φωτιά ό.π.τ. : Όξω κάφτισκαν φωτιές (Έξω έκαιγαν φωτιές) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Φωτιά καίιξι καλά (Η φωτιά έκαιγε καλά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Εκεί ανάφ’ φωτιά και γιατράν΄ (Εκεί (ενν. στην κόλαση) ανάβει φωτιά και πίσσα) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. || Φρ. Φωτιά να πέσ’ και να τον κάψει (Φωτιά να πέσει να τον κάψει˙ Ως αρά) Σινασσ. -Αρχέλ. Να, φωτιά να σε κάψ’ (Να, φωτιά να σε κάψει˙ Ως αρά) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. γιαγκίνι, λούλα, πυρά