ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φώλι (ουσ. ουδ.) φώλιν [ˈfolin] Φάρασ. φώλι [ˈfoli] Σίλ., Φάρασ., Χαλβάντ. φώλ’ [fol] Ουλαγ. Από το ουσ. φωλιά υποχωρητ. Εναλλακτικά, από το αρχ. ρ. φωλεύω = κρύβομαι σε φωλιά υποχωρητ. Πβ. και τουρκ. fol ‘ψεύτικο αβγό’ ως δάνειο από την ελληνική.
1. Φώλι, το ψεύτικο αβγό που βάζουν στην φωλιά της κλώσσας ό.π.τ. : Αφήκα ένα αβγό για φώλι (Άφησα ένα αβγό για φώλι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Φώλιν τζ̑ο’ σ̑ει, ’βό τζ̑ο 'σ̑ει (Ψεύτικο αβγό δεν έχει, αβγό δεν έχει˙ Αν δεν έχεις κεφάλαιο ή δεν εξασφαλίσεις βοήθεια, δεν μπορεί να γίνει μιά δουλειά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. φώλα :1, φωλιά, φωλίτα
2. Φωλιά Φάρασ., Χαλβάντ. : || Ασμ. Πήραν οι Τούρτσ̑οι την Πόλη τσ̑αι 'φήκαν με δεχούς φώλι (Πήραν οι Τούρκοι την Πόλη και με άφησαν χωρίς φωλιά) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. γιατάκι, θυρίδα, κολόκα, τρυπί, παχνί, φωλιά