φώλι
(ουσ. ουδ.)
φώλιν
[ˈfolin]
Φάρασ.
φώλι
[ˈfoli]
Σίλ., Φάρασ., Χαλβάντ.
φώλ’
[fol]
Ουλαγ.
Από το ουσ. φωλιά υποχωρητ. Εναλλακτικά, από το αρχ. ρ. φωλεύω = κρύβομαι σε φωλιά υποχωρητ. Πβ. και τουρκ. fol ‘ψεύτικο αβγό’ ως δάνειο από την ελληνική.
1. Φώλι, το ψεύτικο αβγό που βάζουν στην φωλιά της κλώσσας
ό.π.τ.
:
Αφήκα ένα αβγό για φώλι
(Άφησα ένα αβγό για φώλι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Φώλιν τζ̑ο’ σ̑ει, ’βό τζ̑ο 'σ̑ει
(Ψεύτικο αβγό δεν έχει, αβγό δεν έχει˙ Αν δεν έχεις κεφάλαιο ή δεν εξασφαλίσεις βοήθεια, δεν μπορεί να γίνει μιά δουλειά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
φώλα :1, φωλιά, φωλίτα
2. Φωλιά
Φάρασ., Χαλβάντ.
:
|| Ασμ.
Πήραν οι Τούρτσ̑οι την Πόλη τσ̑αι 'φήκαν με δεχούς φώλι
(Πήραν οι Τούρκοι την Πόλη και με άφησαν χωρίς φωλιά)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Συνών.
γιατάκι, θυρίδα, κολόκα, τρυπί, παχνί, φωλιά