φυτό
(ουσ. ουδ.)
φυτό
[fiˈto]
Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ.
φ'τό
[fto]
Αραβαν., Φερτάκ.
οφ’τό
[oˈfto]
Φερτάκ.
Αρσ.
φυτός
[fiˈtos]
Φάρασ.
οφ’τός
[oˈftos]
Σινασσ.
Γεν.
φυτοριού
[fitoˈrʝu]
Αραβαν.
Πληθ.
φυτόρια
[fiˈtorʝa]
Αραβαν.
Αρχ ουσ. φυτόν. Ο τύπ. οφ’το με ανάπτυξη προθετ. [ο]. Οι τύπ. φυτός και οφτός με μεταπλ. του γένους. Για τους τύπ. γεν. εν και ονομ. και αιτ. πληθ. -οριού και -οριά αντιστοίχως, βλ. Dawkins (1916: 107).
Νεαρό φυτό και ειδικότ., το αμπέλι
ό.π.τ.
:
Φύτεψα φυτός
(Φύτεψα νέο αμπέλι)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Το φυτό μας φέτ’ πολύ ντüζγκιüν’ τουν, πήραμ’ είκοσ’ γουμάρια σταφύλια
(Το αμπέλι μας φέτος ήταν πολύ καλό, πήραμε είκοσι φορτία σταφύλια)
Αραβαν.
-Φωστ.
|| Φρ.
Κοιμίζω το φυτό
(Κοιμίζω το αμπέλι˙ Βάζω καταβολάδες)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.