ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φυτό (ουσ. ουδ.) φυτό [fiˈto] Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ. φ'τό [fto] Αραβαν., Φερτάκ. οφ’τό [oˈfto] Φερτάκ. Αρσ. φυτός [fiˈtos] Φάρασ. οφ’τός [oˈftos] Σινασσ. Γεν. φυτοριού [fitoˈrʝu] Αραβαν. Πληθ. φυτόρια [fiˈtorʝa] Αραβαν. Αρχ ουσ. φυτόν. Ο τύπ. οφ’το με ανάπτυξη προθετ. [ο]. Οι τύπ. φυτός και οφτός με μεταπλ. του γένους. Για τους τύπ. γεν. εν και ονομ. και αιτ. πληθ. -οριού και -οριά αντιστοίχως, βλ. Dawkins (1916: 107).
Νεαρό φυτό και ειδικότ., το αμπέλι ό.π.τ. : Φύτεψα φυτός (Φύτεψα νέο αμπέλι) Φάρασ. -Ανδρ. Το φυτό μας φέτ’ πολύ ντüζγκιüν’ τουν, πήραμ’ είκοσ’ γουμάρια σταφύλια (Το αμπέλι μας φέτος ήταν πολύ καλό, πήραμε είκοσι φορτία σταφύλια) Αραβαν. -Φωστ. || Φρ. Κοιμίζω το φυτό (Κοιμίζω το αμπέλι˙ Βάζω καταβολάδες) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.