φωλιά
(ουσ. θηλ.)
φωλέα
[foˈlea]
Φάρασ.
φωλα̈́
[foˈlæ]
Φάρασ.
φωλέ
[foˈle]
Φάρασ.
φωλία
[foˈlia]
Τροχ.
φωλιά
[foˈʎa]
Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ., Χαλβάντ.
φωλ-λιά
[foˈʎ:a]
Σίλ.
φώλια
[ˈfoʎa]
Φλογ.
φουλιά
[fuˈʎa]
Γούρδ., Μαλακ., Σίλ.
Πληθ.
φωλές
[foˈles]
Φάρασ.
φώλιες
[ˈfoʎes]
Φλογ.
Αρχ. ουσ. φωλεά = φωλιά. Ο τύπ. φωλιά νεότ.
1. Φωλιά πουλιού, ζώου ή εντόμου
ό.π.τ.
:
Φιριού φωλ-λιά
(Του φιδιού η φωλιά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πήγε τζυνο’άρ’, γέννησε σο φωλέ του δύ οβά
Φάρασ.
-Lag.
Ήγρεψεν σο qαβάχι, όλλαdι α μέγο φίδι, ήγρεψεν α φωλα̈́, παγαίνει να φά τα παλάζε
(Είδε μιά λεύκα, κρεμόταν ένα φίδι, πήγαινε να φάει τα κοτόπουλα)
-Dawk.
Σο τσ̑ινάρ αγαdζ̑ί απάνω ήταν ένα φωλιά αετού
(Στο πλατάνι απάνω υπήρχε μιά φωλιά αετού)
Σίλατ.
-Dawk.
Τα ορνίχια ον κάχουντα 'στο φουλιά τουν για να γεννήσουν, κακαβίζουν
(Οι κότες όταν κάθονται στη φωλιά τους για να γεννήσουν, κακαρίζουν )
Γούρδ.
-Καράμπ.
Είπεν ντο χ̇ελιδόν' «Εγώ τα φωλίες θα τα κάνω ψηλά»
(Είπε το χελιδόνι «Εγώ τις φωλιές θα τις χτίσω ψηλά»)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Να χέκουμ’ αργόια στη φωλιά να πιάσουμ’ το πουλί
(Να στήσουμε δίχτυα στη φωλιά να πιάσουμε το πουλί)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ242
Το πουλί είχεν οβγό αποκάτου σο φώλια, εν οβγό
(Το πουλί είχε ένα αβγό αποκάτω στη φωλιά του, ένα αβγό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Μια μέρμηκα πεγαίνει τση φωλιά τζης
(Ένα μυρμήγκι πάει στη φωλιά του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Είδα 'να ντράκο, έτριξα κατόπ’σα τ’, αλλά σέμη ’ς φωλιά τ’ ’ς ένα νταρίν πλεφρό
(Είδα έναν δράκο έτρεξα από πίσω του, αλλά μπήκε στην φωλιά του σε ένα βαθύ πηγάδι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
|| Φρ.
Παίρ’ τα πουλλία του, σ̑ένει ση φωλα̈́ν 'μπέσου
(Παίρνει τα πουλιά του, χέζει και στην φωλιά του μέσα˙ για τους αχάριστους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Κορώνα, χιλώνα, χάλασεν η φωλιά σου, ψόφησαν τα πουλιά σου
(Κουρούνα, χελώνα, χάλασε η φωλιά σου, ψόφησαν τα πουλιά σου· από παιδ. άσμα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γιατάκι, γιούβα, θυρίδα, κολόκα, τρυπί, παχνί, φώλι :2
2. Κρησφύγετο, κρυψώνα
Μαλακ., Μισθ.
:
Κλεφτιού φωλιά
(Κρησφύγετο κλεφτών)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
|| Φρ.
Διαβόλ’ φωλιά πάτ’σιν
(Διαβόλου κρυψώνα πάτησε˙ Το έλεγαν για όσους έμειναν παράλυτοι, καθώς σύμφωνα με τη δοξασία η παραλυσία οφείλεται σε διαβολική επήρεια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
γιατάκι
3. Μέρος του πατητηριού
Σινασσ.