φώτια
(ουσ. ουδ.)
φώτια
[ˈfotça]
Σινασσ.
Από το ρ. φωτίζω υποχωρητ.
Τα ρούχα του μωρού που βαπτίζεται
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 09/02/2025