φωτίζω
(ρ.)
φωτίζω
[foˈtizο]
Ανακ., Αξ., Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ., Φάρασ.
φωτίζου
[foˈtizu]
Μισθ., Σίλ.
φωτσίζω
[foˈtsizο]
Γούρδ.
φωτσ̑ίζω
[foˈtʃizο]
Αραβαν., Γούρδ.
γ' Εν.
φωτίζ’
[foˈtiz]
Μισθ., Ουλαγ., Φλογ.
φωτά
[foˈta]
Φάρασ., Φκόσ.
Πληθ.
φωdάτε
[foˈdate]
Φάρασ.
Αόρ.
φώτ’σα
[ˈfotsa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Φλογ.
φώτ’σ̑α
[ˈfotʃa]
Αραβαν., Ουλαγ.
εφώ’σα
[eˈfosa]
Τελμ.
Αόρ. Υποτ.
φωτίσ̑’
[foˈtiʃ]
Ανακ., Ουλαγ., Φλογ.
φωτσ̑ίσ̑’
[foˈtʃiʃ]
Τελμ.
Παθ.
φωτίζουμαι
[foˈtizume]
Αξ., Μισθ.
φωτίζουμι
[foˈtizumi]
Μαλακ.
φωτιζιέμι
[fotiˈzʝemi]
Αξ., Μισθ.
Παθ. Αόρ.
φωτίστα
[foˈtista]
Μαλακ., Φλογ.
φωτίσ̑τα
[foˈtiʃta]
Αξ.
Μτχ.
φωτισμένου
[fotiˈzmenu]
Μαλακ.
Αρχ. ρ. φωτίζω. Ο τύπ. φωτά- και φωdά- με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άω Ο τύπ. φωdάτε από τον τύπ. φωτάω με ηχηροπ. του [t] > [d].
1. Μτβ., ρίχνω φως της αυγής, φωτίζω
Ανακ., Αραβαν., Μισθ.
:
Όλιος φὠτ’σεν
(Ο ήλιος φώτισε, δηλ. ξημέρωσε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Φρ.
Φώτ’σ̑ε Χεός το μέρα
(Φώτισε ο Θεός την ημέρα˙ Ηημέρωσε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Φώτ’σες το άλλο
(Το φώτισες (το ξημέρωσες) πια˙ Δεν το έκανες καλά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
β.
Αμβτ., στο γ΄ εν., φωτίζει, φέγγει, ανατέλλει, ξημερώνει
ό.π.τ.
:
Εκείνο χριστιανός ούλ’ άκουσέν ντα, φώτ’ σεν, ήρτεν σο χωριό
(Εκείνος ο χριστιανός όλα τα άκουσε, ξημέρωσε, ήρθε στο χωριό
)
Αξ.
-Dawk.
«Ας φωτσ̑ίσ̑’, και ασ̑άγω, ας το φέρω.» και εφώσεν και πήρεν το άλογο, και πήγεν να το φέρ’
(«Ας ξημερώσει και θα πάω να σου την φέρω» και ξημέρωσε και πήρε το άλογο και πήγε να την φέρει
)
Τελμ.
-Dawk.
Φωτίζει, κράζ’ ντου κοκονό
(Ξημερώνει, κράζει ο πετεινός
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τον φώτ'ζεν qαbρός με το παρασ̑τηκάμενος σ̑ηκούταν να παν νεκκλησ̑ά
(Όταν ξημέρωνε, ο γαμπρός με τον κουμπάρο σηκώνονταν να πάνε στην Εκκλησία
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Φώτ’σ̑ε άλλε
(Ξημέρωσε πια
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Εγιώ στο λόγος απάνω τ͑ινέζεται κοϊκονός, κράζ̑’ και ντιαβόλ’ νταγιλντίζ̑’νε, φωτίζ̑’
(Σε αυτό τον λόγο απάνω τινάζεται ο πετεινός, κράζει, και οι διάβολοι, σκορπίζουν, ξημερώνει
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Όνdενε φώτ’σ̑ε, ’σ̑ηκώρη χερίφος και πήγε σο κάστρο
(Όταν ξημέρωσε, σηκώθηκε ο άνθρωπος και πήγε στο κάστρο
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'τουν φωτίζ’ κράζ’νι ντά κοκονό'ία
(Όταν ξημερώνει λαλούν τα κοκόρια
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ους να φωτίσ' ντε σάλιβι απ' ντου τόπου
(Μέχρι να ξημερώσει, δεν κουνιόταν από τον τόπο
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
΄Οπου είνdαι πολλά κοκονιάδε ικεί δε φωτίζ'
(Όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει
˙
Για ατελέσφορη εργασία λόγω ασυντόντιστης ομαδικής εργασίας)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Φώτα η καλή ημέρα, φώτ’σι τσ̑ι σ̑ήμερα, να πάμ’ σα κάλαντα
(Φώτα η καλή ημέρα, ξημέρωσε και σήμερα, να πάμε στα κάλαντα· από τα κάλαντα των Φώτων)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
γ.
Μεσοπαθ., ξημερώνομαι, βρίσκομαι κάπου το ξημέρωμα
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
:
Εχτές φωτίσ̑τα ’ζ ιβουνιού το κεφάλ’
(χτες ξημερώθηκα στου βουνού το κεφάλι, δηλ. στη βουνοκορφή
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αστεναριού το κιφάλ’ φωτίστα
(στου άρρωστου το προσκεφάλι ξημερώθηκα
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
2. Αγιάζω, κάνω αγιασμό
Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ., Τροχ., Φάρασ.
:
Φωτά ο παπάς
(Κάνει αγιασμό ο παπάς)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Ήφτουμ’ τσ̑εριά να φωτίσουμ’ ντου στάβλου
(Ανάβουμε κεριά για να αγιάσουμε τον στάβλο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πηάιξαν ντυό τσεριά, φώτιζαν γκιαλούνgιζα
(Πήγαιναν δυο κεριά, άγιαζαν τη νύφη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Χέι Άι-Βασίλη μ’, φώτ’σι το φανέρι μ’ και Χεός να σε φωτίσ'
(Χέι Άι-Βασίλη μου, ευλόγησε το φανάρι μου και ο Θεός να σε φωτίσει)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Συνών.
αγιάζω
3. Bαφτίζω κάποιον
Ανακ., Τζαλ., Φάρασ., Φκόσ.
:
Να φωτίσουμ’ το φσ̑αχ
(Να βαφτίσουμε το παιδί)
Ανακ.
-Κωστ.Α.