αγιάζω
(ρ.)
αγιάζω
[aˈʝazo]
Ανακ., Γούρδ., Φλογ.
αϊάζου
[aiˈazu]
Μισθ., Φάρασ.
αέζω
[aˈezo]
Φάρασ.
γιάω
[ˈʝao]
Φάρασ.
Μεταγν. ρ. ἁγιάζω.
1. Aμτβ., αγιάζω, γίνομαι άγιος, καθαγιάζομαι
Γούρδ., Μισθ., Φλογ.
:
Ν’ αϊάσ’νι τα γκιαμούτσ̑α σ’
(Ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Εγώ ν’ αγιάσω για, γιαβόλ’ δε μ’ αφήν’νε
(Εγώ θέλω να αγιάσω, αλλά δεν μ’ αφήνουν οι διάβολοι˙ προφάσεις εν αμαρτίαις)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Αγιάσαν τα νερά, κατεβαίνισ̑κεν κρύος
(Αγιάστηκαν τα νερά, λιγόστεψε το κρύο˙ Από την ημέρα των Φώτων και μετά μπαίνουμε στο δεύτερο μισό του χειμώνα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
β.
Για κληρικούς, πεθαίνω
Φάρασ.
2. Μτβ., ραντίζω με αγιασμό
Ανακ., Φάρασ.
:
Ο παπάς γύριζε σ̑α σπίτια να αέσει και του δίνκανε λεφτά και ραχί
(Ο παπάς γύριζε στα σπίτια να αγιάσει και του δίνανε λεφτά και ρακί)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Συνών.
φωτίζω