αγιάρι
(ουσ. ουδ.)
αγιάρι
[aˈʝari]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. ayar = α) ρύθμιση, μέτρο β) καράτι γ) βαθμός.
Αντίβαρο
Πβ.
σαλάκα