αγίλα
(ουσ. θηλ.)
αγι̂́λα
[aˈɣɯla]
Ανακ., Ποτάμ., Σατ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
αγίλη
[aˈɣili]
Αραβαν.
αι̂́λη
[aˈɯli]
Αραβαν.
αγούλα
[aˈɣula]
Ανακ.
αγι̂́λ
[aˈɣɯl]
Ουλαγ.
αγούλ
[aˈɣul]
Αραβ.
ναγι̂́λα
[naˈɣɯla]
Αξ., Δίλ., Μαλακ., Σίλατ., Φλογ.
ναγούλα
[naˈɣula]
Μισθ.
νάgελα
[ˈnaɟela]
Φλογ.
ναέλα
[naˈela]
Μισθ.
Πληθ.
ναγι̂́λες
[naˈɣɯles]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. ağıl = α) στάνη β) ως διαλεκτ. σημ., η άλως του Ήλιου ή της Σελήνης. Η λ. και Λιβύσσ. Θράκ. ε. Ελλ. To προθετ. [n] στον τύπ. ναγίλα από συνεκφορά με το αόρ. άρθρ. Οι τύπ. θηλ. σε -η από το ουδ. -ι με μεταπλ. λόγω ομοηχίας και πιθ. αναλογ. κατά τα μάντρα, στάνη (αγίλ’ > αγίλι > αγίλη). Οι τύπ. θηλ. σε -α με εναλλαγή του θηλ. επιθμ. (πβ. βελόνη-βελόνα). Δεν υφίσταται ετυμολ. σχέση με το ουσ. αγέλη όπως υπέθεταν παλαιότεροι μελετητές.
1. Στάνη, μαντρί
ό.π.τ.
:
Tσ̑όουν ένα τσ̑οbάνους, σώρουψιν ντα χτηνά σου ναέλα
(Ήταν ένας τσοπάνος, μάζεψε τα γελάδια στο μαντρί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Το βράδυ τα φερύνκαμε από τα χωράφια και τα βάνκαμε σην αγίλα
(Το βράδυ τα φέρναμε από τα χωράφια και τα βάζαμε στο μαντρί)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Συνών.
μονή
2. H άλως (στεφάνι) γύρω από τον ήλιο ή το φεγγάρι, που θεωρείται προμήνυμα βροχής
Μισθ.
:
Έχ’ ναγούλα όλιους σ̑ήμιρα, σάbαχτα να βρέξ’
(Έχει άλω γύρω του ο ήλιος σήμερα, αύριο θα βρέξει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
χαρμάνι