άγιο-πνεύμα
(ουσ. ουδ.)
αγιο-πνέμα
[aʝoˈpnema]
Αραβαν., Γούρδ.
αγιν-πνέμα
[aʝin ˈpnema]
Μαλακ.
Από την μεταγν. ονοματ. φρ. Ἅγιον Πνεῦμα. Η σημ. λόγω του ότι στο εικονοστάσιο πάνω από την Ωραία Πύλη απεικονίζεται το Αγ. Πνεύμα.