άγιος
(επίθ.)
άγιος
[ˈaʝios]
Καππ.
άιος
[ˈaios]
Σίλ., Φάρασ.
άγιους
[ˈaʝus]
Σίλ.
άιρους
[ˈairus]
Σίλ.
Πληθ.
άιροι
[ˈairi]
Σίλ.
αγιόζγια
[aˈʝozʝa]
Φλογ.
Αρχ. επίθ. ἅγιος. Ο τύπ. άιρους από πληθ. άγιδοι > άγιροι > άιροι (Κωστάκης 1968: 38).
1. Ιερός, καθαγιασμένος
Καππ.
:
Του γεννήθαν τ’ άγιον το χώμα
(To άγιο χώμα όπου γεννήθηκαν)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ήρταν τα γιορτές και τους αγιάς οι μέρες
(Ήρθαν οι γιορτές και οι άγιες ημέρες)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Κατεβαίνισκαν τ’ αγιόζγια, είχαν θάγματα
(Κατέβαιναν οι άγιοι, συνέβαιναν θαύματα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Άγια Σεράνdα
(Άγια Σαράντα˙ η σαρακοστή)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Ως ουσ., άγιος, άνθρωπος που μετά θάνατον τιμάται από την χριστιανική θρησκεία
Καππ.
:
Άγιους να σου ποίσ' καλά
(Ο Άγιος να σε κάνει καλά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ούλα τα αγίους περικάλειναμ’ τα
(Όλους τους αγίους τους παρακαλούσαμε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Σα δέκα του μήνα ένι του Άιου Αρσενίου του Βαρασ̑ώτη, το μέτ'ρου ο Άιος
(Στις δέκα του μηνός (Νοεμβρίου) είναι του Αγ. Αρσενίου του Φαρασιώτη, του δικού μας του Αγίου)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
|| Παροιμ.
Και τα αγιόζια μπιλέ γκρεύουν να τα φοβερίεις
(Και οι άγιοι γυρεύουν να τους φοβερίσεις˙ κι ο άγιος φοβέρα θέλει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σόπου ο δίεβος ’ηρανέσκει, ’ίνεται άιος
(Όσο γερνά ο διάβολος, γίνεται άγιος˙ Γερνώντας γίνεται κανείς πιο ήπιος και συνετός)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ατσ̑είνο του τζ̑ο φτένει θάγματα άιος, ’μείς τζ̑ο προστσ̑υνάμ’ ντα
(Εκείνο τον άγιο που δεν κάνει θαύματα, εμείς δεν τον προσκυνάμε˙ πρέπει κανείς να δικαιώνει την φήμη του με πράξεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Του αΐου η ευσ̑ή | σπίτ’ σας νά ’ν’ Θεού βρεσ̑ή
(Του αγίου η ευχή | σπίτι σας να είναι Θεού βροχή
(κάλαντα Πρωτοχρονιάς)) Φάρασ. -Νίγδελ.Λ. Θαρραίνω σε και σο θεός και δεύτερο σους άγους
Τζί να με ποίκει Θεός και δεύτερο σους άγους;
(Σε εμπιστεύομαι και στον Θεό και δεύτερον στους αγίους Τι να μου κάνει ο Θεός και δεύτερον οι άγιοι;) Τελμ. -Lag. Συνών. αζίζης, Πβ. χιζίρης
(κάλαντα Πρωτοχρονιάς)) Φάρασ. -Νίγδελ.Λ. Θαρραίνω σε και σο θεός και δεύτερο σους άγους
Τζί να με ποίκει Θεός και δεύτερο σους άγους;
(Σε εμπιστεύομαι και στον Θεό και δεύτερον στους αγίους Τι να μου κάνει ο Θεός και δεύτερον οι άγιοι;) Τελμ. -Lag. Συνών. αζίζης, Πβ. χιζίρης
3. Το ουδ. πληθ. ως ουσ., η αγία μετάληψη και κατ’ επέκτ. η Μεγάλη Είσοδος της λειτουργίας
κ.α., Μαλακ., Σίλ., Σινασσ., Χαλβάντ.
:
Κατσ̑ι, περνούσ’ τα άια
(Κάτσε, περνούν τα άγια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ξέφ’κασ̑ι τα άγια
(Βγήκανε τα άγια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
κοινωνία