ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγιούρ (ρ.) αγιούρ [aˈʝur] Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ. αγόρ’ [aʹɣor] Σινασσ. Παραφθορά της προστακτ. ἐγείρου του ρ. ἐγείρομαι = σηκώνομαι. Η λ. μόνο σε άσμ.
Σήκω! ό.π.τ. : || Ασμ. Αγιούρ, αγιούρ μανίτζα μου, αγιούρ να πάμ’ απέσω (Σήκω, σήκω μανούλα μου, σήκω να πάμε μέσα) Σινασσ. -Αρχέλ. Καλά εφάγαμεν, καλά επίαμεν, καλόν το μεσανύχτι,
κι εκεί στο γλυκοχάραγμα, αγόρ’, ας κοιμηθούμεν
(Kαλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, καλά ήρθαν τα μεσάνυχτα,
κι εκεί κατά το χάραμα, σηκωθείτε, ας κοιμηθούμε)
Σινασσ. -Lag.
Πβ. άγω, σηκώνω
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025