αγιούρ
(ρ.)
αγιούρ
[aˈʝur]
Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ.
Παραφθορά της προστακτ. ἐγείρου του ρ. ἐγείρομαι = σηκώνομαι. Η λ. μόνο σε άσμ.