αγιοθύρι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
αγιαθύρια
[aʝaˈθirʝa]
Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. ἁγιόθυρον, με εναλλαγή του επίθμ. από -ο σε -ι. Το [a] αντί του συνδετ. φων. [ο] αναλογ. ως κλιτ. επίθμ. του ουδ. πληθ. Πβ. και το χωρίο Κωνστ. Πορφ. Περὶ βασ. Ι 11.22 «ὅτε φθάσουσιν οἱ δεσπόται εἰς τὰ ἅγια θύρια».
Η θύρα του αγίου βήματος, η Ωραία Πύλη
ό.π.τ.