αγίπι
(ουσ. ουδ.)
αγίb’
[aˈʝib]
Φάρασ.
αΐπι
[aˈipi]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
αΐπ’
[aˈip]
Ουλαγ.
άιπ’
[ˈaip]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. ayıp = α) ντροπή, αίσχος β) ελάττωμα γ) ως επίθ., επαίσχυντος. Eσφαλμένα ο Ανδριώτης (1948: 69) ερμήνευσε την σημ. 2 ως άειπη = αυτή που δεν πρέπει να λέγεται, να κατονομάζεται. Πβ. και νεότ. ουσ. ἀίπι = ελάττωμα (Mackridge 2021: 99).