ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άγιο-βήμα (ουσ. ουδ.) άι-βήμα [ˈaiˈvima] Τσαρικ. Θηλ. άι-ντήμα [ˈaiˈdima] Σίλ. Θηλ. αγιαβήμα [aʝaˈvima] Ανακ. Πληθ. αγια-βήματα [aʝaˈvimata] Σινασσ. Από την μεσν. φρ. Ἅγιον βῆμα.
Άγιο βήμα, το ιερό της εκκλησίας, όπου υπάρχει το θυσιαστήριο για την τέλεση της λειτουργίας ό.π.τ. : Οπ’ τσ̑ην άι-ντήμα κάτου ’πούχουσαμι τουν μπαπά (Κάτω από το άγιο βήμα θάψαμε τον παπά) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Ασμ. Kόρη μου, σαλάκα κι χωρείς, σε κόλφο κε μουλώνεις.
Σ’ εμβάσω ’ς τ’ άγια βήματα, βρίσκουν και σεν κι εμένα
(Κόρη μου, σε τσέπη δεν χωράς, σε κόρφο δεν κρύβεσαι.
Αν σε μπάσω στο άγιο βήμα, θα βρουν κι εσένα κι εμένα)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. άγιο-μνήμα, άγιο-πνεύμα