αγιασμός
(ουσ. αρσ.)
αγιασμός
[aʝaˈzmos]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φκόσ.
αϊασμός
[aiaˈzmos]
Σίλ., Τσουχούρ.
αασμός
[aaˈzmos]
Μισθ.
αεσμός
[aeˈzmos]
Φάρασ.
εσμός
[eˈzmos]
Φάρασ.
άιασμος
[ˈaiazmos]
Ουλαγ.
Μεταγν. ουσ. ἁγιασμός. H λ. χρησιμοποιείται και ως άκλιτη λόγω αντιδανεισμού από το τουρκ. ayazmoz.
1. Εκκλησιαστική τελετή κατά την οποία καθαγιάζεται το νερό
ό.π.τ.
:
Να μας ποίσ’ αγιασμός
(Να μας κάνει αγιασμό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πβ.
αγιωτικός
2. Το νερό που καθαγιάζεται με την ως άνω τελετή
ό.π.τ.
:
Kόπην το νερό εσμός
(Το νερό μετατράπηκε σε αγιασμό)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Πιές νιούγου αϊασμό
(Πιές λίγο αγιασμό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Να πάου σ’ν εκκλησ̑ά να πάρου αϊασμό
(Θα πάω στην εκκλησία να πάρω αγιασμό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παίρισ̑καμ’ αασμός μι τα τ͑άσα, σ̑έρισκαμ’ ’ς τα χαϊβάνια
(Παίρναμε αγιασμό με τις κούπες, ρίχναμε στα ζώα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Στέρου φερύνκαμε τον παπά, φτένκε αεσμός, κονdάνκε τζ̑αι σο φσ̑όκκο αεσμός
(Ύστερα φέρναμε τον παπά, έκανε αγιασμό, ράντιζε και το νεογέννητο με αγιασμό)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ο παπάς κονdά εσμό σα σπίτε
(Ο παπάς ρίχνει αγιασμό στα σπίτια)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Πααίνκανι τσίπ ο χορανdάς ’ντάμα σην εκκλεσία να πάρουν αϊασμό
(Πήγαινε όλη η οικογένεια μαζί στην εκκλησία να πάρουν αγιασμό)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Αϊασμού νιαρό
(Αγιασμού νερό˙ αγιασμός)
-Κωστ.Σ.
Aασμός λερό
(Αγιασμού νερό˙ Αγιασμός)
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Αεσμό να πούμε να μυρίσουμε αβορύα
να υπάμι σο φτάλμιν του τζ̑ιπ μας ’ντάμα ( Αγιασμό να πιούμε, να μυρίσουμε αρωματικά βρύα
να πάμε στην πηγή του όλοι μας μαζί) Συνών. άγιασμα
να υπάμι σο φτάλμιν του τζ̑ιπ μας ’ντάμα ( Αγιασμό να πιούμε, να μυρίσουμε αρωματικά βρύα
να πάμε στην πηγή του όλοι μας μαζί) Συνών. άγιασμα
3. Αγίασμα, δηλ. πηγή δίπλα σε ναό από όπου αναβλύζει θεωρούμενο αγιασμένο και θαυματουργό νερό
Φάρασ.
Συνών.
φτάλμι :3, ποδαριά