άγιασμα
(ουσ. ουδ.)
άγιασμα
[ˈaʝazma]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ.
άιασμα
[ˈaiazma]
Μισθ., Σίλ.
άασμα
[ˈaazma]
Μισθ.
αγιάσμα
[aˈʝazma]
Αραβαν.
’γιάσμα
[ˈʝazma]
Σινασσ.
Μεσν. ουσ. ἁγίασμα. Ο τύπ. αγιάσμα με τονισμό στην παραλήγουσα πιθ. αντιδάν. από το τουρκ. ayazma. Όμως ο τύπ. ήδη νεότ., στον Σομ.
Αγίασμα, αγιασμένο νερό
ό.π.τ.
:
Τούτου νιαρό άιασμα ’ναι
(Αυτό το νερό είναι αγίασμα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Απ’ τα Φώτα έχομ’ μέγα άγιασμα· σέκνομ’ ντο ντο ’κόνοσμα κονdά
(Από τα Φώτα έχουμε το μέγα αγίασμα· το βάζουμε δίπλα στο εικόνισμα)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αγιασμός