ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άγιο-μνήμα (ουσ. ουδ.) αγιο-μνήμα [aʝοˈmnima] Ανακ., Σεμέντρ., Τελμ., Τροχ. αγι-μνήμα [aʝiˈmnima] Μαλακ. αι-νήμα [aiˈnima] Ουλαγ. Από το επίθ. άγιος και το ουσ. μνήμα. Παραφθορά του ουσ. άγιο-βήμα, πιθ. μέσω του ενδιάμεσου τύπ. νήμα (βλ. και νήμι).
Το άγιο βήμα ό.π.τ. : Άι-νήμαγιου ντο τύρα (Η θύρα του αγίου βήματος, η ωραία πύλη) Ουλαγ. -Κεσ. Το άγιο-μνήμα τρύπα ήταν σκαλιστική σο βράχο ’νεμέσα (Το άγιο βήμα ήταν μιά κόγχη σκαλισμένη μέσα στον βράχο) Τελμ. Συνών. άγιο-πνεύμα, άγιο-βήμα