άγιο-μνήμα
(ουσ. ουδ.)
αγιο-μνήμα
[aʝοˈmnima]
Ανακ., Σεμέντρ., Τελμ., Τροχ.
αγι-μνήμα
[aʝiˈmnima]
Μαλακ.
αι-νήμα
[aiˈnima]
Ουλαγ.
Από το επίθ. άγιος και το ουσ. μνήμα. Παραφθορά του ουσ. άγιο-βήμα, πιθ. μέσω του ενδιάμεσου τύπ. νήμα (βλ. και νήμι).
Το άγιο βήμα
ό.π.τ.
:
Άι-νήμαγιου ντο τύρα
(Η θύρα του αγίου βήματος, η ωραία πύλη)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Το άγιο-μνήμα τρύπα ήταν σκαλιστική σο βράχο ’νεμέσα
(Το άγιο βήμα ήταν μιά κόγχη σκαλισμένη μέσα στον βράχο)
Τελμ.
Συνών.
άγιο-πνεύμα, άγιο-βήμα