αγιοπότηρο
(ουσ. ουδ.)
αγιοποτήρ’
[aʝopoˈtir]
Γούρδ.
Πληθ.
αγιαπότηρα
[aʝaˈpotira]
Ανακ.
Από την μεταγν. ονοματ. φρ. ἅγιον ποτήριον. Το [a] αντί του συνδετ. φων. [ο] στον τύπ. αγιαπότηρα αναλογ. ως κλιτ. επίθμ. του ουδ. πληθ. Ο τύπ. αγιοποτήρ’ με εναλλαγή του επιθμ. από -ο σε -ι.