αγικτώ
(ρ.)
αγικτού
[aʝikˈtu]
Ουλαγ.
αγιχτίζω
[aʝixˈtizo]
Μαλακ.
αϊχτίζου
[aiˈxtizu]
Μισθ.
Αόρ.
αγίχτ’σα
[aˈʝixtsa]
Μαλακ.
αγίκ’σα
[aˈʝiksa]
Ουλαγ.
αΐκ’σα
[aˈiksa]
Αραβαν., Μισθ.
αΐχ’σα
[aˈixsa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. ayılmak (αόρ. ayıldı) = συνέρχομαι από λιποθυμία, όπου και διαλεκτ. τύπ. ayıkmak, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Συνέρχομαι από λιποθυμία, έρχομαι στα σύγκαλά μου
ό.π.τ.
:
Ντο κορίσ̑’ αγίκ’σε
(Το κορίτσι συνήλθε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Μπαΐντ’σα αλλ’ αΐχ’σα αψά
(Λιποθύμησα αλλά συνήλθα γρήγορα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έσυράν μι λίου λερό τσ’ αΐκ’σα
(Μου ἐρριξαν λίγο νερό και συνήλθα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αφού αΐκ’σε, σόνgρα παίν’ και γράφ’ ένα χαρτσ̑ί κοριτσ̑ού το βάβα
(Αφού συνήλθε (ενν. ο χότζας) μετά πηγαίνει και γράφει ένα γράμμα στον πατέρα του κοριτσιού)
Αραβαν.
-Φωστ.
Συνών.
ξυπνώ, ογκντούζω :3