ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγικτώ (ρ.) αγικτού [aʝikˈtu] Ουλαγ. αγιχτίζω [aʝixˈtizo] Μαλακ. αϊχτίζου [aiˈxtizu] Μισθ. Αόρ. αγίχτ’σα [aˈʝixtsa] Μαλακ. αγίκ’σα [aˈʝiksa] Ουλαγ. αΐκ’σα [aˈiksa] Αραβαν., Μισθ. αΐχ’σα [aˈixsa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. ayılmak (αόρ. ayıldı) = συνέρχομαι από λιποθυμία, όπου και διαλεκτ. τύπ. ayıkmak, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Συνέρχομαι από λιποθυμία, έρχομαι στα σύγκαλά μου ό.π.τ. : Ντο κορίσ̑’ αγίκ’σε (Το κορίτσι συνήλθε) Ουλαγ. -Dawk. Μπαΐντ’σα αλλ’ αΐχ’σα αψά (Λιποθύμησα αλλά συνήλθα γρήγορα) Μισθ. -Κοτσαν. Έσυράν μι λίου λερό τσ’ αΐκ’σα (Μου ἐρριξαν λίγο νερό και συνήλθα) Μισθ. -Κοτσαν. Αφού αΐκ’σε, σόνgρα παίν’ και γράφ’ ένα χαρτσ̑ί κοριτσ̑ού το βάβα (Αφού συνήλθε (ενν. ο χότζας) μετά πηγαίνει και γράφει ένα γράμμα στον πατέρα του κοριτσιού) Αραβαν. -Φωστ. Συνών. ξυπνώ, ογκντούζω :3