ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ογκντούζω (ρ.) ον̥gdούζω [oŋg'duzo] Αξ. ονgούζω [ongˈduzo] Αξ. ουνdιέζω [unˈdiezo] Αφσάρ. ονdιέγω [onˈdieɣo] Φάρασ. Από το αόρ. ondu του τουρκ. onmak (< παλαιότ. τουρκ. oŋ-), όπου και διαλεκτ. τύπ. unmak = βελτιώνομαι, προκόπτω.
1. Προκόπτω, προοδεύω ό.π.τ.
2. Βρίσκω κάτι καλό Φάρασ.
3. Συνέρχομαι, επανέρχομαι σε καλή κατάσταση Αξ. : || Παροιμ. Ντιάβολος το τσ̑αρπτά ονgντούζ̑’, ινσάνος το τσ̑αρπτά, ντεν ονgντούζ̑’ (αυτός που τον χτυπά ο διάβολος συνέχεται, αυτός που τον χτυπά άνθρωπος δεν συνέρχεται˙ το κακό που προκαλούν οι άνθρωποι ξεπερνά και εκείνο που μπορεί να κάνει ο διάβολος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αγικτώ, ξυπνώ