ογκντούζω
(ρ.)
ον̥gdούζω
[oŋg'duzo]
Αξ.
ονgούζω
[ongˈduzo]
Αξ.
ουνdιέζω
[unˈdiezo]
Αφσάρ.
ονdιέγω
[onˈdieɣo]
Φάρασ.
Από το αόρ. ondu του τουρκ. onmak (< παλαιότ. τουρκ. oŋ-), όπου και διαλεκτ. τύπ. unmak = βελτιώνομαι, προκόπτω.
1. Προκόπτω, προοδεύω
ό.π.τ.
2. Βρίσκω κάτι καλό
Φάρασ.
3. Συνέρχομαι, επανέρχομαι σε καλή κατάσταση
Αξ.
:
|| Παροιμ.
Ντιάβολος το τσ̑αρπτά ονgντούζ̑’, ινσάνος το τσ̑αρπτά, ντεν ονgντούζ̑’
(αυτός που τον χτυπά ο διάβολος συνέχεται, αυτός που τον χτυπά άνθρωπος δεν συνέρχεται˙ το κακό που προκαλούν οι άνθρωποι ξεπερνά και εκείνο που μπορεί να κάνει ο διάβολος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αγικτώ, ξυπνώ