ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όγανταρ (επίρρ.) όγαdαρ [ˈoɣadar] Αραβαν., Τροχ. όγαταρ [ˈoɣatar] Φερτάκ. όανταρ [ˈoadar] Ουλαγ. Aπό την τουρκ. φρ. ο kadar = όσο, όπου και διαλεκτ. τύπ. oğadar. Πβ. νάγανταρ
1. Δεικτ. αντων., τόσος Αραβαν., Ουλαγ. : Όσα καλά γεμέκια έφαγα, ήρταν ασ' το μύτα μ'· όγαdαρ ξ̑ύλο ακούμ' έφαγα και ασ' το μάνα μ' (Όσα καλά φαγητά έφαγα, μου βγήκαν από την μύτη· τόσο ξύλο ακόμη έφαγα και από την μάνα μου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ό,τι 'αdάρ με έδεκες, όανταρ να σε ντέκω (Όσο μου έδωσες, τόσο να σου δώσω) Ουλαγ. -Κεσ. Ντο μέγαν ντο Πάσκα do νύχτα, όποσα Öλϋγια έεις όαdαρ κεριά γιάφτεις (Την νύχτα της Ανάστασης, όσους νεκρούς έχεις, τόσα κεριά ανάβεις) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αλικόντι, άτσοντο, άτσοντσείνο, καντάρ
2. Ποσοτικό επίρρ., τόσο Τροχ., Φερτάκ. : -Aπ' όγαταρ μακριά μι να ζεσταντείς;- Αμ' τι να π'κώ, φους δεν έν' κονdά (-Από τόσο μακρυά θα ζεσταθείς, άραγε; -Αμ τι να κάνω, αφού δεν είναι κοντά) Φερτάκ. -Αρχέλ. || Παροιμ. Νεκκλησ̑ά όγαdαρ μέγα να έν’, παπάς τα ξέρ’ να ψάλλ’ (Όσο μεγάλη και να είναι η εκκλησία, ο παπάς αυτά που ξέρει θα ψέλνει˙ ο καθένας κάνει μόνο όσα του επιτρέπουν οι δυνατότητές του) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Συνών. άτσοντο, άτσοντσείνο, καντάρ, τόσο