ογδοήντα
(αριθμ.)
ογδοήνdα
[oɣðoˈinda]
Ανακ., Αξ., Αραβαν.
ογdοήνdα
[oɣdoˈinda]
Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ.
Από το μεσν. αριθμτ. ὀγδοήντα, το οπ. από το αρχ. ὀγδοήκοντα με [nda] αντί για [konda] αναλογ. προς το πενήντα (<μεταγν. πεντήντα με ανομοιωτική αποβολή του πρώτου [d] < αρχ. πεντήκοντα με απλολ. [ndikond>ndind]).
Ογδόντα
ό.π.τ.
:
Ογδοήντα νουγγιές γιοχάρια πούλ’σε
(Πούλησε ογδόντα ουγγιές κρεμμυδάκια)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 404
Χέριζαμ' ογντοήντα στρέμμαδα χωράφια
(Θερίζαμε ογδόντα στρέμματα χωράφια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γένην ογντοήνdα πόσα χρονού
(Έγινε ογδόντα τόσων χρονών)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.