ογραστιέσιμο
(ουσ. ουδ.)
ογρασ̑τιέσιμα
[oɣraʃtιˈesima]
Φάρασ.
Από το ρ. ογραστίζω, όπου και τύπ. ογρασ̑τιέου, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Προσπάθεια
Συνών.
ντεβάμι :2, τσαλισμά :2, τσαπαλάντημα